- κυπελλοχάρων
- κῠπελλο-χάρων [ᾰ], ωνος, ὁ,A delighting in cups, Eust.1776.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυπελλοχάρων — κυπελλοχάρων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που ευχαριστιέται να έχει μπροστά του κύπελλα, δηλ. ο πότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + χάρων (< θ. χαρ , πρβλ. ἐ χάρ ην, παθ. αόρ. τού χαίρω), πρβλ. λεβητο χάρων, οινο χάρων] … Dictionary of Greek
κυπελλοχάρων — delighting in cups masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)